αστεράκι

αστεράκι
το
1. μικρό άστρο
2. κέντημα σε σχήμα μικρού άστρου
3. αστεράκια
ονομασία λουλουδιών του γένους Καλλίστεφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης …   Википедия

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • αστερίσκος — ο 1. αστεράκι που μπαίνει σε μια λέξη του κειμένου στην πάνω δεξιά άκρη, για να παραπέμψει σε υποσημείωση ή άλλο συνθηματισμό. 2. λειτουργικό σκεύος αστεροειδές για συγκράτηση του καλύμματος του δίσκου μέσα στον οποίο βρίσκεται ο άγιος άρτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”